- χαυδός
- -ή, -ό, Νβλ. χαβδός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαβδοσκελώνομαι — και χαυδοσκελώνομαι Ν κάμπτω ελαφρώς τα γόνατα προς τα μέσα ανοίγοντας ταυτόχρονα τα σκέλη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαβδός / χαυδός «στραβοπόδης» + σκέλος, κατά τα ρ. σε ώνω, ώνομαι] … Dictionary of Greek
χαβδός — και χαυδός, ή, ό, Ν αυτός που έχει τα γόνατά του ελαφρώς κεκαμμένα προς τα μέσα και τα σκέλη του ανοιχτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιη παραμένει η ετυμολ. τού τ., γι αυτό και υπάρχουν δ. γρφ. με αβ και αυ . Κατά την επικρατέστερη άποψη, πάντως, το επίθ.… … Dictionary of Greek
χαβδώνω — και χαυδώνω Ν [χαβδός / χαυδός] κάμπτω ελαφρώς τα γόνατα προς τα μέσα και ταυτοχρόνως ανοίγω τα πόδια μου … Dictionary of Greek